-
1 πολυ-φραδής
πολυ-φραδής, ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωϑείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
-
2 δολοω
1) ловить ( с помощью хитрости)(ἐλάφους ἁρπεδόναις Xen.; ὀρύγμασι καὴ βρόχοις λύκους καὴ ἄρκτους Plut.)
2) коварно вводить в заблуждение, обманывать3) подделывать, фальсифицировать(οἶνον Luc.)
δολῶσαι μορφέν τρόποις τινός Soph. — принять чей-л. вид, переодеться кем-л. -
3 πολυφραδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφραδής
См. также в других словарях:
πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek